- μεσοπνευμόνιο
- τοβλ. μεσοπνευμόνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωρακοστομία — η ιατρ. διάνοιξη οπής στο θωρακικό τοίχωμα για την ελάττωση μεγάλης ενδοθωρακικής πίεσης, που οφείλεται είτε σε ανεγχείρητο μεσοπνευμόνιο όγκο είτε σε υπερβολική αύξηση τού όγκου τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracostomy <… … Dictionary of Greek
μεσοπνευμόνιος — α, ο, θηλ. και ος ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών πνευμόνων («μεσοπνευμόνιες αρτηρίες») 2. το ουδ. ως ουσ. το μεσοπνευμόνιο ανατ. το μεσοθωράκιο … Dictionary of Greek
οπισθοστερνικός — ή, ό ανατ. αυτός που βρίσκεται ή εντοπίζεται στο πρόσθιο μεσοπνευμόνιο μεταξύ τής οπίσθιας επιφάνειας τού στέρνου και τής καρδιάς («οπισθοστερνικός πόνος τής στηθάγχης») … Dictionary of Greek